Η Αγγλίδα Jenny Cockell από πολύ νεαρή ηλικία καταιγιζόταν από ανεξήγητα όνειρα και εικόνες στις οποίες ήταν μία γυναίκα που την έλεγαν Μαίρη και είχε πολλά παιδιά. Έμοιαζε σαν να αναβίωνε την ζωή της Μαίρης και για την ακρίβεια πιό συχνά τον θάνατο της. Για πάμπολλες νύχτες τα όνειρα της Τζέννυ ήταν γεμάτα από την αγωνία μίας τριαντάρας γυναίκας που πάλευε με τον πυρετό κατάκοιτη σε μία κλίνη νοσοκομείου. Βασανιζόταν από την αγωνία της για την τύχη των παιδιών της σε περίπτωση που κατέληγε. Ενώ κατά την διάρκεια της ημέρας τα οράματα της Τζέννυ είχαν πιό ανάλαφρες και ευχάριστες νότες από την καθημερινότητα της με τα επτά παιδιά της (που είχε πάντα την αίσθηση πως θα μπορούσαν να είναι και περισσότερα). Επίσης η νεαρή Τζέννυ είχε οράματα που έμοιαζαν περισσότερο σαν μνήμες ενός σπιτιού και ενός χωριού που βρίσκονταν στην Ιρλανδία ενώ η ίδια δεν είχε ταξιδέψει ποτέ εκτός Αγγλίας. Σαν παιδί ζωγράφιζε συχνά χάρτες αυτού του χωριού ενώ περιέγραφε το σπίτι της σαν ένα μικρό χώρο όπου είχε μόνον δύο δωμάτια.
Γνώριζε που ήταν τα παράθυρα και τί πίνακες κρέμονταν στους τοίχους του. Επίσης η Τζέννυ γνώριζε πως η Μαίρη είχε δύο αδελφούς οι οποίοι είχαν φύγει από την περιοχή. Στο σύνολο τους οι μνήμες που καταίγιζαν την Τζέννυ ήταν πλημμυρισμένες με πάμπολλες λεπτομέρειες από ένα μέρος που δεν γνώριζε και μία ζωή που έληξε 21 χρόνια πριν την γέννηση της.
Στο σχολείο της η Τζέννυ μελετούσε έναν χάρτη της Ιρλανδίας και ελκύονταν από μία συγκεκριμένη περιοχή που λεγόταν Malahide περίπου δέκα μίλια έξω από το Δουβλίνο. Λαχταρούσε να ταξιδέψει μέχρι εκεί και να εξακριβώσει αν οι μνήμες που την στοίχειωναν είχαν κάποια βάση στην πραγματικότητα, όμως η οικονομική της κατάσταση καθώς και οι υποχρεώσεις της δεν της επέτρεψαν κάτι τέτοιο. Η Τζέννυ παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών στην σημερινή της ενσάρκωση έπρεπε να κάνει υπομονή μέχρι τα τριάντα τρία της για να μπορέσει να ταξιδέψει στην Ιρλανδία.
Πρίν όμως απ΄ αυτό κατέφυγε σ’ έναν υπνωτιστή το 1988 προκειμένου να φέρει στο προσκήνιο λεπτομέρειες και άλλων μνημών που ενδεχομένως να έριχναν περισσότερο φώς στην υπόθεση. Και όντως περισσότερες εικόνες και πληροφορίες για την καθημερινότητα αυτής της γυναίκας προέκυψαν καθώς έκανε η Τζέννυ αυτές τις συνεδρίες, όμως δεν βρέθηκαν στοιχεία που να είναι τόσο συγκεκριμένα που να βοηθήσουν την αναζήτηση. Βρήκε όμως πως ο άντρας ήταν στρατιωτικός και πως είχε πολεμήσει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και πως απουσίαζε μονίμως από τις δουλειές του σπιτιού. Δεν είχε στην διάθεση της ούτε επώνυμο, ούτε συγκεκριμένες ημερομηνίες. Παρόλα αυτά αποφάσισε να κάνει ένα ταξίδι μόνη της προκειμένου να διαπιστώσει αν οι εικόνες που είχε αντιστοιχούσαν στην πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι πως τα πήγε μία χαρά. Και πολλά στοιχεία και από τις αυθόρμητες μνήμες της αλλά και αυτές που προέκυψαν από την ύπνωση ταίριαζαν απόλυτα γεωγραφικά με τα σκαριφήματα που είχε ή ίδια σχεδιάσει. Από τις εκκλησιές του Malahide μέχρι το χασάπικο της γειτονιάς και από την προκυμαία μέχρι τα χαλάσματα πια του σπιτιού της όλα έδειχναν να ταιριάζουν. Μετά το ταξίδι για την δική της Ιθάκη, την Ιρλανδία, φρόντισε να ενημερώσει μ’ όλα τα στοιχεία που είχε στην διάθεση της μεγάλους ερευνητές του μεταφυσικού, όπως τον Ian Stevenson και τον Peter Fenwick. Απέστειλε επιστολές σε εφημερίδες, εκκλησίες, ορφανοτροφεία, αγγελίες σε εφημερίδες ακόμη και σε κατοίκους της περιοχής μέχρι που κάποια στιγμή κάποιος κάτοικος του Malahide ανταποκρίθηκε στις εκκλήσεις της και απάντησε πως όταν ήταν μικρός ήταν συμμαθητής με κάποια παιδιά που ζούσαν σε εκείνη την περιοχή και η μητέρα τους πέθανε νέα και τα άφησε ορφανά. Το επώνυμο αυτής της γυναίκας ήταν Sutton. Αυτό ήταν το κλειδί για να ανοίξει το κουτί της Πανδώρας που έως τότε η Τζέννυ δεν μπορούσε να ανακαλέσει. Μ΄ένα νέο κύκλο αγγελιών και δημοσιεύσεων βρήκε εντέλει ένα πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης από την τοπική εκκλησία που έδινε τα στοιχεία βάπτισης των έξη από τα οκτώ παιδιά της.
Αν και κάποιος θα φανταζόταν πως θα ήταν εύκολο κάποιος να εντοπίσει τα ίχνη των επιζώντων αυτής της οικογένειας, αποδείχθηκε πως κάτι τέτιο δεν ήταν καθόλου εύκολο. Τα οκτώ παιδιά της εστάλησαν σε ορφανοτροφεία και έτσι χάθηκαν για πάρα πολλά χρόνια μεταξύ τους. Φανταστείτε πως ενώ η Μαίρη πέθανε το 1932 τα πέντε από τα οκτώ παιδιά της κατάφεραν να επανενωθούν 53 χρόνια μετά και επτά χρόνια πριν καταφέρει ή Τζένυ να γνωρίσει κάποια από τα παιδιά της από την προηγούμενη ζωή.
Ο μεγαλύτερος εν ζωή γιός της Μαίρης ήταν ο Σάννυ. Ο Σάννυ αν και αμήχανος στην αρχή δεν μπόρεσε παρά να αποδεχθεί δημοσία πως η Τζέννυ Κοκέλ δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από την πρόωρα αδικοχαμένη μάνα του Μαίρη. Όπως δήλωσε ο ίδιος «κανείς άλλος ούτε τα ίδια μου τ΄αδέλφια δεν γνώριζαν τέτοιες λεπτομέρειες για την προσωπική ζωή μου». Επίσης ήταν αυτός που πρώτος επεσήμανε την ομοιότητα του προσώπου της Τζέννυ μ΄αυτό της μάνας του Μαίρης. Και τα υπόλοιπα αδέλφια αν και αρχικά ιδιαίτερα δύσπιστα αργότερα αποδέχθηκαν την Τζέννυ ως την μετνσάρκωση της μητέρας τους. Αξίζει να σημειωθεί πως κατά την υπνωτική αναδρομή της η Τζέννυ επιβεβαίωσε πως είχε ένα ακόμη παιδί εκτός από τα επτά που θυμόταν παιδιόθεν. Επίσης ανακάλεσε πως ακριβώς μετά από αυτή τη γέννα η υγεία της άρχισε να επιδεινώνεται αφάνταστα και κατέληξε σε έναν επώδυνο θάνατο. Σ τα αρχεία του νοσοκομείου του Δουβλίνου ο θάνατος της οφείλονταν σε τοξαιμία (ένας όρος που πλέον δεν χρησιμοποιείται) και πνευμονία. Όπως είναι φυσικό η ιστορία της Τζέννυς πρόσελκυσε το ενδιαφέρον του τύπου και των μέσων ενημέρωσης όχι μόνον της Βρεττανίας αλλά και των ΗΠΑ. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα κλήθηκαν στα γυρίσματα και όλα της τα παιδιά. Η δημοσιότητα αυτή την βοήθησε να γράψει την ιστορία της σ’ ένα βιβλίο με τίτλο Across Time and Death.
Κλείνοντας θα ήθελα να τονίσω πόσο σημαντικό ήταν γι’ αυτήν την μικροαστή αισθητικό από την Αγγλία να μπεί σ΄όλον αυτό τον κόπο και να κινήσει θεούς και δαίμονες, λυτούς και δεμένους για να εντοπίσει το ανέφικτο, το αδύνατο, το απίστευτο. Και όμως οπλισμένη με την επιμονή της και την υπομονή της, ικανοποίησε το καθώς φαίνεται, διαχρονικό ένστικτο της μάνας που επιβίωσε του σωματικού της θανάτου και επέμεινε και μετά την ενσάρκωση της σε νέο σώμα και σ΄άλλο τόπο. Καθώς φαίνεται τώρα καταλάγιασε η ψυχή της και έφυγε το βάρος που την στοίχειωνε δεκαετίες τώρα. Τα παιδιά της, αυτά της προηγούμενης ζωής, παρά τις αντιξοότητες και τις δυσκολίες τα καταφέραν μιά χαρά και όλα εκτός από δύο κατάφεραν να την γνωρίσουν έστω με το άλλο της «ένδυμα» ως σώμα.
ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΣΧΕΤΙΚΟ ΝΤΟΚΥΜΑΝΤΕΡ ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ.