“Ίσως το πιο τέλειο μέρος της γης που έχω δει μέχρι σήμερα. Η μέρα είναι όμορφη σε υπερθετικό βαθμό, ο γαλανός ουρανός ακόμα πιο ηλεκτρικός απ’ ό,τι συνήθως, οι λόφοι κόβουν τον ουρανό με την κόψη τους…
Σκέφτομαι τους ψυχαναλυτές φίλους μου -Ότο Ρανκ, δρ Ρενέ Αλέντι, δρ Ε. Γκράχαμ Χάουι-, σκέφτομαι τον Γιουνγκ, τον Φρόιντ, τον Στέκελ και άλλους. Εργάζονται μόνο με τα συντρίμμια της ανθρωπότητας, με παλιά σκαριά και απομεινάρια, με κορμούς σωμάτων και κομμένα κεφάλια.
Στα χρόνια του Ασκληπιού ο άνθρωπος ήταν ακόμη ένα ενιαίο ον. Το πλησίαζες μέσα από το πνεύμα. Σώμα και πνεύμα ήταν ένα. Το κλειδί ήταν η μεταφυσική, το ανοιχτήρι της ψυχής.
Σήμερα ούτε ο μεγαλύτερος ψυχαναλυτής δεν μπορεί να αποκαταστήσει στον άνθρωπο αυτό που έχει χάσει. Κάθε χρόνο θα έπρεπε να γίνεται συνέδριο ιατρών στην Επίδαυρο. Πρώτα θα χρειαζόταν να θεραπευτούν οι γιατροί! Και αυτό είναι το κατάλληλο μέρος για θεραπεία. Πρώτα θα τους έδινα ένα μήνα απόλυτης σιωπής, ολοκληρωτικής χαλάρωσης. Θα τους ζητούσα ν’ ακούσουν τα πουλιά ή τον ήχο από τα κουδούνια των κατσικιών ή το θρόισμα των φύλλων. Θα τους έκανα να καθίσουν στο τεράστιο θέατρο και να διαλογιστούν – όχι για τις αρρώστιες και την πρόληψή τους αλλά την υγεία που είναι δικαίωμα κάθε ανθρώπου. Θα απαγόρευα τα πούρα, τα βαριά μαύρα πούρα της φροϋδικής σχολής, και πάνω απ’ όλα τα βιβλία. Θα συνιστούσα την καλλιέργεια μιας κατάστασης ανώτερης και μακάριας άγνοιας. Θα έδινα στον καθένα από ένα κομπολόι, χάρισμα. Και σταφύλια ζεστά από τη λάμψη του ήλιου. Μετά θα ερχόταν ο βοσκός με μια σπασμένη φλογέρα και θα έπαιζε μερικές έξαλλες ανατολίτικες νότες…”
Χένρυ Μίλλερ, 1939.
«Πρώτες Εντυπώσεις από την Ελλάδα».
Τι νομίζετε πως είναι το άβατον; Το λεξικό μάς λέει τα εξής: άβατος -η -ο [ávatos] : 1.(για τόπο ή χώρο) που δεν μπορούμε να τον διαβούμε· αδιάβατος, απάτητος, απρόσιτος: Άβατη γη. Άβατον καλούσαν στην αρχαιότητα τον τελικό προορισμό ενός ασθενούς που κατέφευγε στα Ασκληπιεία για θεραπεία. Εκεί και αφού θα είχε τελέσει όλα τα δέοντα για να πληροί την είσοδό του στον ιερό χώρο (νηστείες, καθαρμούς, σπονδές, θυσίες) και αφού θα είχε περάσει μ’ επιτυχία όλες τις δοκιμασίες που του έθεταν οι ιερείς/ιατροί, τότε και μόνον τότε είχε το δικαίωμα να διέλθει στο άβατον για να γευτεί το τελικό στάδιο της εγκοίμησης. Στόχος της εγκοίμησης ήταν να επιφέρει την ενόραση, δηλαδή τη φώτιση για τη θεραπεία που θα έπρεπε να ακολουθήσει ένας ασθενής για να ξαναβρεί την υγεία του. Το όναρ ήταν ένα όνειρο εκ θεού προερχόμενο (κατά τον Αρτεμίδωρο αιτηματικό ή θεόπεμπτο), συνήθως από τον Ασκληπιό ή από τους βοηθούς του, που περιείχε τη συγκεκριμένη «συνταγή» για την αποκατάσταση της υγείας. Η αίσθηση του «εύρηκα», της ενόρασης, της φώτισης ήταν ο κοινός παρονομαστής αυτής της εμπειρίας. Η εγκοίμηση λοιπόν ήταν το μέσο για να φτάσει κανείς στην έκλαμψη, τη θεραπεία και την κάθαρση.
Υπάρχει κάτι πέρα από το άβατον; Θα μπορούσε να πει κανείς το άδυτον, δηλαδή, το μέρος εκείνο των ναών που δεν επιτρεπόταν η πρόσβαση παρά μόνον στους μεμυημένους.
Κατά τη γνώμη μου το «άβατον» δεν βρίσκεται στην κορυφή του ψηλότερου και του πιο απρόσιτου βουνού, ούτε στον πιο βαθύ γκρεμό του πιο βαθιού ωκεανού. Το άβατον βρίσκεται μέσα μας, είναι μία εσωτερική κατάσταση στην οποία θα μπορούσαμε να φτάσουμε (να έχουμε πρόσβαση δηλαδή) εάν εισέλθουμε σε τροποποιημένες καταστάσεις συνείδησης. Η υπνοσκόπηση είναι ίσως σήμερα η πιο συγγενής κατάσταση με την αρχαία εγκοίμηση. Με τη χρήση της υπνοσκόπησης ενδεχομένως να μπορέσουμε να φτάσουμε στο «άβατον» και τότε να έχουμε πρόσβαση σε εικόνες, εμπειρίες και συναισθήματα που δεν αφορούν την τρέχουσα βιογραφία μας, αλλά, ας μου επιτραπεί η έκφραση, την ψυχογραφία μας. Στην αρχαιότητα ήταν οι μύστες και οι επόπτες που είχαν πρόσβαση στην αρχέγονη γνώση του αέναου κύκλου της ζωής, του θανάτου και της επαναγέννησης. Σήμερα, στην εποχή που ηγεμονεύει η δικτατορία του ορθολογισμού και επικρατεί το πνεύμα του «διαφωτισμού», δεν υπάρχει χώρος για τις έννοιες ψυχή και πνεύμα. Στην ουσία και κατ’ εμέ ο διαφωτισμός θα έπρεπε να λέγεται διασκοτισμός γιατί απέρριψε δογματικά την αρχαία γνώση της ύπαρξης της ψυχής και της ανακύκλησής της. Οι Μύστες των Ελευσινίων γνώριζαν τι υπήρχε πέρα από τις περιορισμένες αισθήσεις τους, γνώριζαν τι ήταν ο θάνατος και τι ήταν το επέκεινα. Οι πρόγονοί μας γνώριζαν τι γινόταν πέρα από το άβατον. Εμείς τι κάνουμε…
Πολλοί με ρωτούν τι είναι αυτό στη δική μου θεραπευτική τεχνική. Βασικά λοιπόν ενεργοποιώ έναν εσωτερικό μηχανισμό αναζήτησης που εντοπίζει την πηγή του προβλήματος του πελάτη. Αν και όταν εντοπιστεί το γενεσιουργό αίτιο του προβλήματος, τότε μπορώ να προχωρήσω στο διά ταύτα, δηλαδή στον επαναπρογραμματισμό του «εσωτερικού λογισμικού», καταργώντας στην ουσία την επιρροή των «περιοριστικών μας πιστεύω». Η αλήθεια είναι πως έχω μια βαθιά εμπιστοσύνη στη δυνατότητα αυτοθεραπείας και αυτοΐασης του ανθρώπινου οργανισμού. Συνάδελφοι αποκαλούν τον νέο μου χώρο «εγκοιμητήριο» γιατί η διαδικασία που ακολουθώ προσομοιάζει στην εγκοίμηση που εφαρμοζόταν στην αρχαιότητα στο Άβατον των Ασκληπιείων, των ονειρομαντείων και των νεκρομαντείων. Θεωρώ πως οι συνάδελφοι υπερβάλλουν, μακάρι να μπορούσαμε έστω ελάχιστα να αναπαράγουμε αυτά που γίνονταν κατά την εγκοίμηση. Ελπίζω κάποτε να καταφέρουμε να αναπαράγουμε αυτό ακριβώς. Αυτό για μένα είναι όνειρο zωής.
Η παραδοσιακή ψυχοθεραπεία λέγεται έτσι κατ’ ευφημισμόν. Οι ψυχοθεραπευτές δεν αποδέχονται εξ ορισμού την ύπαρξη της ψυχής. Τον ψυχικό κόσμο θεωρούν ως παράγωγο βιοχημικών και βιοηλεκτρικών διαδικασιών του εγκεφάλου. Όσο οι ψυχικές εκδηλώσεις θεωρούνται επιφαινόμενα τότε η ψυχοθεραπεία δεν έχει καμιά ελπίδα να φτάσει στην ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης. Θα πηγαίνατε ποτέ σε κάποιον καρδιολόγο που δεν πιστεύει στην ύπαρξη της καρδιάς; Σε έναν οδοντίατρο που δεν πιστεύει στην ύπαρξη των δοντιών; Φυσικά και όχι! Η ψυχολογία αυτοπαγιδεύτηκε από τον 19ο αιώνα σε ένα αναγωγιστικό μοντέλο παραβλέποντας εκπληκτικές εκδηλώσεις του ανθρώπινου ψυχισμού. Για να μοιάσει και να μιμηθεί τις «στιβαρές» φυσικές επιστήμες φόρεσε παρωπίδες και αρνήθηκε να δει φαινόμενα που είναι γνωστά και αναφέρονται σ’ όλες τις γραπτές παραδόσεις όλων των πολιτισμών που άφησαν τα χνάρια τους στον χρόνο. Για να τα εξορκίσει δε ακόμη περισσότερο στο πυρ το εξώτερον τα βάφτισε παραψυχολογικά φαινόμενα και άφησε κάποιους επίμονους «γραφικούς» να ασχολούνται με δαύτα. Δυστυχώς όμως ούτε και αυτοί οι γραφικοί καταπιάνονται τόσο με το θέμα της επιβίωσης της ανθρώπινης συνείδησης και της ψυχής μετά τον σωματικό θάνατο. Να γιατί λοιπόν εμείς οι αναδρομείς θεραπευτές μπαίνουμε στο «κουτάκι» των εναλλακτικών θεραπειών, διότι θεωρούμαστε «μεταφυσικοί» από το κατεστημένο. Δεν ασχολούμαστε με την τωρινή ύπαρξη μόνο, αλλά και με το τι συνέβαινε πριν από την ενσάρκωσή μας και με το τι γίνεται μετά απ’ αυτήν, όμως γι’ αυτούς όλα αυτά είναι ψιλά γράμματα.
Για να μην είμαι άδικος και να μην παρεξηγηθώ, φυσικά οι ψυχοθεραπευτές βοηθούν τους ασθενείς τους και τους βγάζουν από αδιέξοδα, απλά το οπλοστάσιό τους είναι περιορισμένο μόνο στην προσέγγιση διά του ορθού λόγου και της γνωσιακής διαδικασίας. Αυτό όμως κατά τη γνώμη μου δεν αρκεί, είναι σαν να έχω δύο χέρια αλλά να χρησιμοποιώ μόνον το δεξί γιατί μ’ αυτό γράφω. Και φυσικά ούτε όλα μπορούν να αναχθούν στον συνήθη ύποπτο, αυτό το περιβόητο «παιδικό τραύμα» ή τη «γονική ευθύνη». Είναι πραγματικά ν’ αναρωτιέται κανείς γιατί ν’ ακρωτηριαζόμαστε τόσο ενώ έχουμε στη διάθεσή μας τόσες ακόμη ατραπούς προσπέλασης στο υποσυνείδητο.